Το παρακάτω κείμενο
ανήκει στον κ. Αστέριο Δεβρελή, μαθητή του Αθανασίου Παναγιωτίδη, ο
οποίος μου ζήτησε να αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Είναι συμπληρωματικό ως
προς το βιβλίο του κ. Δεβρελή «Μορφές» (2015), όπου βιογραφείται
λεπτομερώς ο Αθανάσιος Παναγιωτίδης. Αναρτάται ως δηλωτικό της μαεστρίας του Παναγιωτίδη να προσαρμόζει το ύφος από ψάλσιμό του ανάλογα με το είδος της Ακολουθίας σε κατανυκτικό, ικετευτικό, δοξολογικό κλπ ώστε να δημιουργεί με περισσή επιτυχία την προσήκουσα ατμόσφαιρα.
Κάλεσαν τὸν Παναγιωτίδη νὰ ψάλῃ στὴν Ἀργολίδα.
Στὸν Ἑσπερινὸ «κελάηδησε τὸ ἀηδόνι μερακλήδικα», ἔψαλε καὶ ὅλους τοὺς στίχους τοῦ «Θεοτόκε Παρθένε» τοῦ Μπερεκέτου ἀπ' ἔξω, μὲ μία ἀναπνοή.
Ἔμειναν ὅλοι ἐμβρόντητοι καὶ κατενθουσιασμένοι ἀπὸ τὸ ὡραῖο, γλυκύφθογγο καὶ πρωτάκουστο ψάλσιμό του.
Μετὰ, στὸ δεῖπνο μὲ τὰ λουκούλλεια ἐδέσματα, οἱ παρευρισκόμενοι ψάλτες καὶ φιλόμουσοι τῆς περιοχῆς τὸν παρακάλεσαν καὶ τοὺς ἔψαλε καὶ διάφορα ἄλλα μαθήματα.
Τὸ πρωΐ, μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα τῆς καμπάνας ἔμπαινε ὁ Παναγιωτίδης στὸ Ναό. Ἔμεινε κατάπληκτος! Ὁ Ναὸς ἦταν κατάμεστος ἀπὸ κόσμο, μαυροφορεμένες γυναίκες καὶ ἄνδρες καὶ κρατοῦσαν γενικὰ τρία κεράκια!
Ὁ ἐπίτροπος προσπάθησε μὲ δυσκολία νὰ κάνῃ χῶρο γιὰ νὰ περάσῃ καὶ νὰ φθάσῃ στὸ Ἀναλόγιο ὁ Παναγιωτίδης.
Στὸ κέντρον τοῦ Ναοῦ ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο μνημόσυνο μὲ τὴν φωτογραφία δίπλα ἑνὸς νεαροῦ.
Κατάλαβε ὁ Παναγιωτίδης καὶ ἔβαλε σὲ ἐνεργεια ὅλα τὰ ἐγκεφαλικά του μέσα καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁπαλὰ καὶ σύντομα.
Κυριάρχησε τὸ πένθιμον καὶ κατανυκτικὸν ὕφος, ὡς ἐπιβάλετο...
Στὸ τέλος ἔψαλε καὶ τὸ «Κοινωνικὸν» καὶ ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν «Ἄμωμον» ὅλον.
Στὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» εἰς ἦχον πλ. α' καὶ α' (παθητικόν), στὸ πρόσωπο ὅλων κύλισε ἕνα δάκρυ γιὰ τὸν ἄδικο χαμὸ τοῦ παλληκαριοῦ.
Τὰ ἔψαλλε χαμηλόφωνα μὲ τὴν προσήκουσα ἐμμελῆ ἀπαγγελία καὶ προφορὰ ὥστε νὰ ἀκούγονται εὐκρινῶς ἀκόμη καὶ τὰ βαθειὰ νοήματα τῶν Τροπαρίων τῆς Ἀκολουθίας.
Ὅλα ἀπ' ἔξω, ἀκόμη καὶ τὸν «Ἀπόστολον», μὲ σώφρονα φωνὴν καὶ πένθιμον βλέμμα, ἐστραμμένον πρὸς τὸ Ἐκκλησίασμα, με μοναδικὸν σκοπὸν να τοὺς συγκινήσῃ ὅλους...
Στὸ τέλος ὁ Παναγιωτίδης συλλυπήθηκε διὰ θερμῆς χειραψίας τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ λέγοντάς τους ὅτι «ἐγὼ ἐκανα ὅ,τι ἦτο δυνατὸν γιὰ τὴν μνήμη τοῦ ἀδικοχαμένου γιοῦ σας γιὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ ψυχή του ἐκεὶ ποὺ βρίσκεται, στὴν χορεία - συντροφιὰ τῶν Ἀγγέλων, καὶ σὲ σᾶς νὰ δώσω τὴν παρηγορίαν καὶ νὰ ἁπαλύνω τὸν μεγάλον πόνον σας γιὰ τὸν ἀδόκητον χαμὸν τοῦ ἀγαπημένου γιοῦ σας. Εὔχομαι νὰ εἶναι ἐλαφρό τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει»!
Δίπλα στοὺς γονεῖς ἦταν ὁ λογιστὴς τῆς ἐπιχειρήσεως. Συγκινημένος ὁ πατέρας, ἔδωσε ἐντολὴν νὰ διπλασιασθῇ ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Παναγιωτίδη γιὰ τὸ κατανυκτικὸ ψάλσιμό του καὶ γιὰ τὰ παρήγορα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε. (Ὁ Παναγιωτίδης δὲν ἦταν μόνον γλυκύφθογγος Πρωτοψάλτης ἀλλὰ καὶ λογιώτατος ὁμιλητής).
Σημειωτέον ὅτι οἱ ἐπίτροποι ποὺ κάλεσαν τὸν Παναγιωτίδη νὰ ψάλῃ, ἐπιμελῶς τοῦ ἀπέκρυψαν ὅτι τὸ πρωΐ εἰς τὴν Λειτουργίαν θὰ ἔψαλλε στὸ Μνημόσυνο διότι ἤθελαν νὰ τοὺς ψάλῃ ἀνεπηρέαστος πανηγυρικά καὶ μερακλήδικα στὸν Ἑσπερινὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθοῦν, οὕτῳ καὶ ἐγένετο!!!
Ὁ Παναγιωτίδης στην Ἀργολίδα
(ὑπὸ Ἀστερίου Δεβρελῆ)
Κάλεσαν τὸν Παναγιωτίδη νὰ ψάλῃ στὴν Ἀργολίδα.
Στὸν Ἑσπερινὸ «κελάηδησε τὸ ἀηδόνι μερακλήδικα», ἔψαλε καὶ ὅλους τοὺς στίχους τοῦ «Θεοτόκε Παρθένε» τοῦ Μπερεκέτου ἀπ' ἔξω, μὲ μία ἀναπνοή.
Ἔμειναν ὅλοι ἐμβρόντητοι καὶ κατενθουσιασμένοι ἀπὸ τὸ ὡραῖο, γλυκύφθογγο καὶ πρωτάκουστο ψάλσιμό του.
Μετὰ, στὸ δεῖπνο μὲ τὰ λουκούλλεια ἐδέσματα, οἱ παρευρισκόμενοι ψάλτες καὶ φιλόμουσοι τῆς περιοχῆς τὸν παρακάλεσαν καὶ τοὺς ἔψαλε καὶ διάφορα ἄλλα μαθήματα.
Τὸ πρωΐ, μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα τῆς καμπάνας ἔμπαινε ὁ Παναγιωτίδης στὸ Ναό. Ἔμεινε κατάπληκτος! Ὁ Ναὸς ἦταν κατάμεστος ἀπὸ κόσμο, μαυροφορεμένες γυναίκες καὶ ἄνδρες καὶ κρατοῦσαν γενικὰ τρία κεράκια!
Ὁ ἐπίτροπος προσπάθησε μὲ δυσκολία νὰ κάνῃ χῶρο γιὰ νὰ περάσῃ καὶ νὰ φθάσῃ στὸ Ἀναλόγιο ὁ Παναγιωτίδης.
Στὸ κέντρον τοῦ Ναοῦ ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο μνημόσυνο μὲ τὴν φωτογραφία δίπλα ἑνὸς νεαροῦ.
Κατάλαβε ὁ Παναγιωτίδης καὶ ἔβαλε σὲ ἐνεργεια ὅλα τὰ ἐγκεφαλικά του μέσα καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁπαλὰ καὶ σύντομα.
Κυριάρχησε τὸ πένθιμον καὶ κατανυκτικὸν ὕφος, ὡς ἐπιβάλετο...
Στὸ τέλος ἔψαλε καὶ τὸ «Κοινωνικὸν» καὶ ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν «Ἄμωμον» ὅλον.
Στὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» εἰς ἦχον πλ. α' καὶ α' (παθητικόν), στὸ πρόσωπο ὅλων κύλισε ἕνα δάκρυ γιὰ τὸν ἄδικο χαμὸ τοῦ παλληκαριοῦ.
Τὰ ἔψαλλε χαμηλόφωνα μὲ τὴν προσήκουσα ἐμμελῆ ἀπαγγελία καὶ προφορὰ ὥστε νὰ ἀκούγονται εὐκρινῶς ἀκόμη καὶ τὰ βαθειὰ νοήματα τῶν Τροπαρίων τῆς Ἀκολουθίας.
Ὅλα ἀπ' ἔξω, ἀκόμη καὶ τὸν «Ἀπόστολον», μὲ σώφρονα φωνὴν καὶ πένθιμον βλέμμα, ἐστραμμένον πρὸς τὸ Ἐκκλησίασμα, με μοναδικὸν σκοπὸν να τοὺς συγκινήσῃ ὅλους...
Στὸ τέλος ὁ Παναγιωτίδης συλλυπήθηκε διὰ θερμῆς χειραψίας τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ λέγοντάς τους ὅτι «ἐγὼ ἐκανα ὅ,τι ἦτο δυνατὸν γιὰ τὴν μνήμη τοῦ ἀδικοχαμένου γιοῦ σας γιὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ ψυχή του ἐκεὶ ποὺ βρίσκεται, στὴν χορεία - συντροφιὰ τῶν Ἀγγέλων, καὶ σὲ σᾶς νὰ δώσω τὴν παρηγορίαν καὶ νὰ ἁπαλύνω τὸν μεγάλον πόνον σας γιὰ τὸν ἀδόκητον χαμὸν τοῦ ἀγαπημένου γιοῦ σας. Εὔχομαι νὰ εἶναι ἐλαφρό τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει»!
Δίπλα στοὺς γονεῖς ἦταν ὁ λογιστὴς τῆς ἐπιχειρήσεως. Συγκινημένος ὁ πατέρας, ἔδωσε ἐντολὴν νὰ διπλασιασθῇ ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Παναγιωτίδη γιὰ τὸ κατανυκτικὸ ψάλσιμό του καὶ γιὰ τὰ παρήγορα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε. (Ὁ Παναγιωτίδης δὲν ἦταν μόνον γλυκύφθογγος Πρωτοψάλτης ἀλλὰ καὶ λογιώτατος ὁμιλητής).
Σημειωτέον ὅτι οἱ ἐπίτροποι ποὺ κάλεσαν τὸν Παναγιωτίδη νὰ ψάλῃ, ἐπιμελῶς τοῦ ἀπέκρυψαν ὅτι τὸ πρωΐ εἰς τὴν Λειτουργίαν θὰ ἔψαλλε στὸ Μνημόσυνο διότι ἤθελαν νὰ τοὺς ψάλῃ ἀνεπηρέαστος πανηγυρικά καὶ μερακλήδικα στὸν Ἑσπερινὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθοῦν, οὕτῳ καὶ ἐγένετο!!!
Αὑτὸς ἦταν ὁ Παναγιωτίδης: Μοναδικός -Ἀνεπανάληπτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου